Το ιστολόγιό μου

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ



ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΧΟΡΩΔΙΑ-ΠΕΤΡΟΣ ΓΑΙΤΑΝΟΣ


Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια.
Αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε.
Αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον
 ίνα κράζω Σοι· Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.




ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ


Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον,
καί τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις·
 ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται,
 καί Γαβριήλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται.
Διό καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν·
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.




 ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΑΡΘΕΝΕ 
ΜΟΝΑΧΕΣ  ΟΡΜΥΛΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ


Θεοτόκε Παρθένε,
χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία,
 ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
 εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί,
καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου,
ὅτι Σωτήρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν.



ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΑ


Σαράντα παλικάρια
από τη Λι-. από τη Λιβαδειά.
Πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά

Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
μωρ' γέροντ' απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.

Πού πάτε παλικάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά




ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΙΝΑΣ
ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ


 Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας
μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας
κι ας είστε λερωμένα.

Αν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά
κατά τη Σαμαρίνα
μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα
κι ας είστε λερωμένα.

Τουφέκια μωρέ να μη ρίξετε
τραγούδια να μη πείτε
μωρέ παιδιά καημένα
τραγούδια να μη πείτε
κι ας είστε λερωμένα.




ΤΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ


Μάνα μου, τα- μάνα μου, τα κλεφτόπουλα
Τρώνε και τραγουδάνε, άιντε, πίνουν και γλεντάνε
Μα ΄(έ)να μικρό, μα ΄να μικρό κλεφτόπουλο
Δεν παίζει, δε γελάει, ούτε πίνιε ούτε γλεντάει
Μόν΄ τ΄ άρματα, μον΄τ άρματα του κοίταζε
Του ντουφεκιού του λέει, γειά σου, Κίτσο μου λεβέντη
Πολλές φορές, πολλές φορές με γλίτωσες
απ΄του εχθρου τα χέρια τα σπαθιά και τα μαχαίρια




Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ


Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.




ΝΑ 'ΤΑΝΕ ΤΟ '21
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ


Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια στιγμή

Να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ' αλώνι
και με τον Κολοκοτρώνη να 'πινα κρασί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα
μια ομορφούλα αγκαλιά

Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια βραδιά

Πρώτος το χορό να σέρνω στου Μοριά τις στράτες
και ξοπίσω μου Μανιάτες και οι Ψαριανοί

Κι όταν λαβωμένος γέρνω κάτω απ' τους μπαξέδες
να με ραίνουν μενεξέδες χέρια κι ουρανοί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα
μια ομορφούλα αγκαλιά

Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια βραδιά





ΚΥΡΑ ΦΡΟΣΥΝΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ





ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ





ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ





 ΤΟΥ ΦΛΕΣΣΑ Η ΜΑΝΑ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ






Τ' ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ Η ΜΑΝΑ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
 ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΣ







ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ





Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ


Διάβασα ιστορία εχτές, λιγάκι,
και με κλαμένα μάτια σταμάτησα να δω
τον Γεώργιο Καραΐσκάκη
και τον σκέφτομαι και τραγουδώ.

Της καλογριούλας γιε, έλα στα όνειρά μας
κι έτσι ματωμένος, πες μας στρατηγέ
πόσο απέχει ο θάνατος απ' τη λευτεριά μας
πόσο απέχει ο θάνατος απ' τη λευτεριά μας.

Σήκωνε στον πάγκο το μπαϊράκι
και τον προσμέναν σκλάβοι μες στο Αιτωλικό
τον Γεώργιο Καραΐσκάκη
τον αγωνιστή, τον αητό.

Της καλογριούλας γιε, έλα στα όνειρά μας
κι έτσι ματωμένος, πες μας στρατηγέ
πόσο απέχει ο θάνατος απ' τη λευτεριά μας
πόσο απέχει ο θάνατος απ' τη λευτεριά μας.

Πόσο απέχει ο θάνατος απ' τη λευτεριά μας
πόσο απέχει ο θάνατος απ' τη λευτεριά μας.




ΜΙΚΡΟΣ ΛΑΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ


Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια





ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΣΙΩΠΗ
ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".

 


ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΗ
ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ


Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα να σε ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια.
Κοίτα, με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πώχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα.
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου
κι ευθύς εγώ του Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

Τ' Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται
του Διάκου καμαρώνει.
Γιατί έχουν γιούς αρματωλούς
και γιους καπεταναίους
Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά
και Διάκος την Αλαμάνα....




ΔΩΔΕΚΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ



Δώδεκα ευζωνάκια τ' αποφασίσανε
στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου
να πολεμήσουνε

Στο δρόμο που πηγαίναν στη Μαύρη θάλασσα
κακιά φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου
ξεσκίζει τα πανιά

Δεν κλαίμε το καράβι δεν κλαίμε τα πανιά
μον' κλαίμε τα ευζωνάκια Παναγιά μου
τα νιούτσικα παιδιά

Βοήθα Παναγιά μου να τα γλιτώσουμε
κι όλα σου τα καντήλια Παναγιά μου
θα στ' ασημώσουμε





ΤΑ ΣΜΥΡΝΕΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΠΕΤΡΟΣ ΓΑΙΤΑΝΟΣ 
 

Το καθρεφτάκι σου παλιό
και πίσω απ' τη θαμπάδα
η Σμύρνη με το Κορδελιό
και η παλιά Ελλάδα

Μουτζουρωμένο το γυαλί
μα πίσω απ' τους καπνούς του
βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί
και σταματάει ο νους του

Τα σμυρνέικα τραγούδια
ποιος σου τα 'μαθε
να τα λες και να δακρύζεις
της καρδιάς μου ανθέ

Το καθρεφτάκι σου παλιό
και το μυαλό χαμένο
σε ποιο τα ήπιες καπηλειό
και βγήκες μεθυσμένο

Μουτζουρωμένο το γυαλί
μα πίσω απ' τους καπνούς του
βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί
και σταματάει ο νους του

Τα σμυρνέικα τραγούδια
ποιος σου τα 'μαθε
να τα λες και να δακρύζεις
της καρδιάς μου ανθέ




ΑΣΠΡΑ ΜΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
 ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ




Άσπρα μου πιριστέρια, μαύρα μου πουλιά
ισείς ψηλά πιτάτι κι διαβαίνιτι
πιράστι κι απ' τς αυλές μας κι απ' τς αυλούδις μας.
Nα γράψου στα φτιρά σας, στα φτιρούδια σας
να γράψου στην αγάπ' να μη μι καρτιρεί
θέλει τα μαύρα ας βάλει, θέλει ας παντριφτεί.


Στον τόπο που 'ρθα τώρα ιδώ θα παντριφτώ
θα πάρου ένα κουράσιου δικαουχτώ χρουνώ
μάγισσας θυγατέρα, μάγισσας πιδί.
Mαγεύει τα καράβια κι διν αρμινούν
μι μάγιψι κι μένα δεν μπουρώ να ρθω.
Όντας κινήσου να 'ρθου, χιόνια κι βρουχές
όντας γυρίσου πίσου, ήλιους ξαστιριές...




ΕΧΕ ΓΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
ΠΕΤΡΟΣ ΓΑΙΤΑΝΟΣ


Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα
βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Mαυροφόρα.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.

Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω,
και μες απ' το Γεντί Kουλέ κοπέλα θ' αγαπήσω.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε

Γεντί Kουλέ και Θαραπειά, Ταταύλα και Nιχώρι,
αυτά τα τέσσερα χωριά 'μορφαίνουνε την Πόλη.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε





ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
ΠΕΤΡΟΣ ΓΑΙΤΑΝΟΣ



Κλείσαν οι δρόμοι στο σταυροδρόμι
κι ήτανε μέρα του Μαγιού,
σε είχα χάσει κι απ' το γιορτάσι
σβήνει το φως του φεγγαριού
Σώπασαν τ' άσματα
μες τα χαλάσματα ψάχνω να σε βρω
και πονώ
που 'σαι Βασίλισσα
χείλη που φίλησα
και το φιλί τους δεν ξεχνώ

Αγια-Σοφιά μου στη συννεφιά μου
ρίξε τον ήλιο σου φλόγα ν' ανάψει,
στα καλντερίμια και μες τ' ασήμια
πάνω στο Βόσπορο καρδιές να κάψει

Ρωτώ μανάδες στους μαχαλάδες
και σταματώ περαστικούς
δίχως φεγγάρι μ' ένα Φανάρι
σου ψιθυρίζω δε μ' ακούς
Γνώριμα χρώματα σ' άλλα ονόματα
ψάχνω να σε βρω και πονώ
που 'σαι Βασίλισσα
χείλη που φίλησα
και το φιλί τους δεν ξεχνώ

Αγια-Σοφιά μου στη συννεφιά μου
ρίξε τον ήλιο σου φλόγα ν' ανάψει,
στα καλντερίμια και μες τ' ασήμια
πάνω στο Βόσπορο καρδιές να κάψει





ΤΡΙΑ ΚΑΡΑΒΙΑ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ


Τρία καρά- βόηθα Παναγιά
τρία καράβια φεύγουνε
πο μέσα από την Πόλη
κλαίει η καρδιά μου κι αναστενάζει

Το 'να φορτώ- βόηθα Παναγιά
το 'να φορτώνει το σταυρό
και τ' άλλο το ευαγγέλιο
κλαίει η καρδιά μου κι αναστενάζει

Το τρίτο το- βόηθα Παναγιά
το τρίτο το καλύτερο
την ʼγια Τράπεζά μας
κλαίει η καρδιά μου κι αναστενάζει



 
ΣΜΥΡΝΗ ΕΦΕΣΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΗ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΝΤΕΛΑΣ



Αηδόνι να μην κελαηδά
να μην ανθίζει γλάστρα,
μέχρι να δω τον Αετό
στης Πόλης μου τα κάστρα.

Του Βόσπορου η θάλασσα
να μη γεννάει ψάρι,
μέχρι να μπούνε Εύζωνοι
στης Αγια-Σοφιάς τη χάρη.

Άιντε σκέφτομαι και κλαίω
τ' όνομά τους όλο λέω.
Σμύρνη Έφεσος και Πόλη
τις κρατάνε οι Μογγόλοι.

Η καρδιά μου δεν φοβάται
περιμένει δεν κοιμάται.
Η Ελλάδα να ξυπνήσει
και στην Πόλη να πατήσει.





ΜΕ ΓΕΛΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
ΧΡΟΝΗΣ ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ


Με γέλασανε τα πουλιά
της άνοιξης τ' αηδόνια

Κι έφτιασα το σπιτάκι μου
ψηλότερ' από τ' άλλα

Μ' εφτά οχτώ πατώματα
μ' εξήντα παραθύρια

Στο παραθύρι κάθουμε
στους κάμπους αγναντεύω

Βλέπω τον χάρο να 'ρχετε
παν' στ' άλογο καβάλα





ΒΑΣΙΛΕΨΕΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ
ΧΡΟΝΗΣ ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ


Βασίλεψε-βασίλεψεν Αυγερινός,
γλυκοχαράζει η μέρα, μαύρο πουλάκι μου
γλυκοχαράζει η μέρα, το χελιδονάκι μου.

Κι ένα πουλάκι μοναχό κάθεται το καημένο.
Δε φάνηκε το ταίρι του και είναι λυπημένο


     

  Η ΡΩΜΑΝΙΑ ΕΠΑΡΘΕΝ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ


Ναϊλoί εμάς να βάϊ εμάς, οι Τούρκ' την Πόλ' επαίραν,
επαίραν το βασιλοσκάμν' ελλάγεν η αφφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μαναστήρεα
κι Άϊ Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει δερνοκοπάται.
Μην κλαις μην κλαις Άϊ Γιάννε μου, και μη δερνοκοπάσαι
η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν
η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο




Η ΣΜΥΡΝΗ ΜΑΝΑΜ΄ ΚΑΙΕΤΑΙ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ


Η Σμύρνη μάναμ καίεται ο Πόντον ξεριζούται
ίμσον η Κύπρος με το φεσ'  η Θράκη παλαλούται!
Η Σμύρνη μάνα μου καίγεται, ο Πόντος ξεριζώνεται
η μισή Κύπρος με το φέσι η Θράκη τρελαίνεται




ΧΑΪΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΟΝ ΠΑΤΡΙΔΑΝ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ




ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ Μ' ΕΧΑΣΑ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ



Την πατρίδα'μ έχασα, έκλαψα και πόνεσα,
λύουμαι κι αρροθυμώ, όι-όι, ν' ανασπάλω κι επορώ.


 Μίαν κι άλλο σην ζωή'μ, σο πεγάδι'μ, σην αυλή'μ,
νέροπον ας έπινα, όι-όι και τ' ομμάτεα'μ έπλυνα.


 Τά ταφία'μ έχασα, ντ' έθαψα κι ενέσπαλα,
τ' εμετέρτς αναστορώ, όι-όι και σο ψυόπο'μ κουβαλώ.


 Μίαν κι άλλο σην ζωή'μ, σο πεγάδι'μ, σην αυλή'μ,
νέροπον ας έπινα, όι-όι και τ' ομμάτεα'μ έπλυνα.


 Εκκλησίας έρημα, μοναστήρεα ακάντηλα,
πόρτας και παράθυρα, όι-όι, επέμναν ακράνοιχτα.


 Μίαν κι άλλο σην ζωή'μ, σο πεγάδι'μ, σην αυλή'μ,
νέροπον ας έπινα, όι-όι και τ' ομμάτεα'μ έπλυνα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.